Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑψηλῆς στέγης στῠλον ποδήρη

См. также в других словарях:

  • ποδήρης — ες, ΝΜΑ (για ενδύματα) αυτός που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», Ευρ. β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτόν», Ξεν.) μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποδήρης α) ο αρχιερατικός χιτώνας τού αρχιερέα τών Ιουδαίων β) ο ιερατικός… …   Dictionary of Greek

  • στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»